- λουλάκιον
- λουλάκιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουλάκι — Βλ. λ. ινδικό. * * * το (AM λουλάκιον, Μ και λουλάκιν) ονομασία, κοινή σήμερα, τής κυανής χρωστικής ινδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. līlak] … Dictionary of Greek